- εχεφρονώ
- (ε) αμετ. (тк ενεστ. и ηαρατ.) быть благоразумным, здравомыслящим, иметь здравый смысл
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εχεφρονώ — (ΑΜ ἐχεφρονῶ, έω) [εχέφρων] είμαι εχέφρων, συνετός, σώφρων, σκέφτομαι λογικά, ορθοφρονώ … Dictionary of Greek
εντός — (AM ἐντός) (επίρρ. και πρόθ.) 1. μέσα («τοὺς δὲ σκευοφόρους... ἐντὸς εἶχον οἱ ὁπλῑται», Θουκ.) 2. απ αυτή την πλευρά, εντεύθεν, από τη δική του μεριά («ἐντὸς Ἅλυος ποταμού», Θουκ.) 3. (για χρόνο) μέσα σ ένα ορισμένο χρονικό διάστημα («ἐντὸς… … Dictionary of Greek